στασίαρχος

στασίαρχος
ὁ, Α
1. επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας
2. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στασίαρχος — chief of a band masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιάρχοις — στασίαρχος chief of a band masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιάρχους — στασίαρχος chief of a band masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιάρχων — στασίαρχος chief of a band masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασίαρχοι — στασίαρχος chief of a band masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • στασιάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. (παλαιότερα) σταθμάρχης σιδηροδρομικού σταθμού αρχ. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος, στασίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • στασιαρχία — ἡ, Α [στασιάρχης / στασίαρχος] η αρχηγία στασιαστικού κινήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”